- φιλάμπελος
- φιλ-άμπελος, den Weinstock liebend, reich an Weinstöcken
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
φιλάμπελος — loving the uine masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλάμπελος — ον, ΜΑ αυτός που αγαπά την άμπελο αρχ. (για τόπο) αυτός που έχει πολλά αμπέλια ή αμπελώνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἄμπελος] … Dictionary of Greek
φιλάμπελον — φιλάμπελος loving the uine masc/fem acc sg φιλάμπελος loving the uine neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλαμπελωτάτη — φιλάμπελος loving the uine fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλαμπελωτάτην — φιλάμπελος loving the uine fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλάμπελα — φιλάμπελος loving the uine neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλαμπελώ — όω, Μ [φιλάμπελος]·1. είμαι φιλάμπελος* 2. συνεκδ. αγαπώ τα προϊόντα τής αμπέλου, δηλαδή τα σταφύλια και το κρασί («ὃς ἦν φιλοινότατος καὶ τῶν φιλαμπελούντων», Τζέτζ.) … Dictionary of Greek
άμπελος — I Αρχαία πόλη της Κρήτης, στον σημερινό νομό Λασιθίου. Με την ίδια ονομασία υπάρχει και μικρό νησί στον Κορινθιακό κόλπο, στο εσωτερικό του κόλπου της Αντίπυρας. Έτσι ονομάζεται επίσης και ένα ακρωτήριο στη Χαλκιδική. II Όνομα μυθολογικών… … Dictionary of Greek